εξτρεμισμός

εξτρεμισμός
ο
(λ. λατ.)
1. πολιτικό δόγμα ή σύστημα των άκρων, που οι οπαδοί του επιδιώκουν την απόλυτη και ακέραιη εφαρμογή των αρχών του και αποκρούουν με φανατισμό κάθε συμβιβασμό.
2. αδιαλλαξία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξτρεμισμός — ο 1. πολιτικό δόγμα ή σύστημα τών άκρων, που επιδιώκει την απόλυτη εφαρμογή τών αρχών του και αποκρούει κάθε συμβιβασμό 2. αδιαλλαξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. extremisme < extreme < λατ. extremus «έσχατος, ακραίος»] …   Dictionary of Greek

  • αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… …   Dictionary of Greek

  • ισμαηλίτες — Θρησκευτικό κίνημα, μία από τις σπουδαιότερες υποδιαιρέσεις του λεγόμενου εξτρεμιστικού σιιτισμού. Ο εξτρεμισμός βασίζεται στην ιδιαίτερη υπογράμμιση του χαρακτήρα ιερότητας που αποδίδεται στους ηγέτες της κοινότητας (ιμάμηδες), οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”